- πυρσεύω
- ΝΜΑ [πυρσός (Ι)]1. κάνω σήμα με πυρσούς σε κάποιον που βρίσκεται μακριά2. βάζω σε κάτι φωτιά, πυρπολώμσν.-αρχ.φωτίζω («τοὺς τρεῑς μεγίστους φωστῆρας... τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῑσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας», Μηναί.)αρχ.1. ανάβω, καίω2. υποδαυλίζω («ἀεὶ μᾱλλον τὴν ἔχθραν ἐπύρσευον», Διόδ.)3. παθ. πυρσεύομαια) φεγγοβολώβ) (ως απρόσ.) πυρσεύεταιγίνονται σήματα με πυρσούς4. φρ. «εὖ πυρσεύετε κραυγὴν ἀγῶνος τοῡδε» — αναγγείλατε αυτή τη μάχη με κραυγές (Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.